- φορωνικός
- -ή, -όν, Α [Φορωνεύς]1. αυτός που σχετίζεται με τον Φορωνέα, ο οποίος, σύμφωνα με την τοπική μυθολογία τής Τίρυνθος, ήταν πατέρας τών θνητών2. «Φορωνικὸν ἄστυ» — παλαιότερη ονομασία τής πόλης Ἀργος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.